επήρατος

επήρατος
ἐπήρατος, -ον (Α)
1. (για πράγμ.) ευχάριστος («δαιτὸς ἐπηράτου», Ομ. Ιλ.)
2. (για πρόσ.) αξιαγάπητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερατός (ρηματ. επίθ. τού ερώ «αγαπώ»), το -η- τού τ. λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἐπήρατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήρατος — lovely masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπηράτοις — Ἐπήρατος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηράτοις — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπηράτου — Ἐπήρατος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηράτου — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπηράτων — Ἐπήρατος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηράτων — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπηράτῳ — Ἐπήρατος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηράτῳ — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”