- επήρατος
- ἐπήρατος, -ον (Α)1. (για πράγμ.) ευχάριστος («δαιτὸς ἐπηράτου», Ομ. Ιλ.)2. (για πρόσ.) αξιαγάπητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερατός (ρηματ. επίθ. τού ερώ «αγαπώ»), το -η- τού τ. λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.